- ἀναφυόμενος
- ἀναφῡόμενος , ἀνά , ἀπό-ὕωrainpres part mp masc nom sgἀνά-ἀφύσσωdrawpres part mp masc nom sgἀναφῡόμενος , ἀνά-φύωbring forthpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλιμφυής — παλιμφυής, ές (Α) (για το κεφάλι τής Λερναίας Ύδρας) αυτός που γεννιέται εκ νέου, αναγεννώμενος, αναφυόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ευ φυής] … Dictionary of Greek